Η ιδέα της οργάνωσης της τυποποίησης ως θεσμού τέθηκε αρχικώς «επί τάπητος» στην Ελλάδα το 1931, πριν από 77 χρόνια, και προήλθε από την ανάγκη καλύτερης ρύθμισης και προστασίας των βιομηχανικών προϊόντων.
Η τότε Διοίκηση του ΤΕΕ (εισηγητής Δημήτρης Ευστρατιάδης Πολιτικός Μηχανικός επί προεδρίας Νικόλαου Κιτσίκη) κατανόησε τα εθνική οφέλη της τυποποίησης και την ανάγκη λήψης σχετικής δράσης, αλλά δεν υιοθέτησε το προταθέν μοντέλο οργάνωσης με ευρεία εκπροσώπηση φορέων. Έτσι, το ΤΕΕ, ως επίσημος τεχνικός σύμβουλος του κράτους, σύστησε το 1933 μια τετραμελή ενδοεπιμελητηριακή επιτροπή, την «Ελληνική Επιτροπή Προτυποποίησης» συμβολικά ΕΝΟ (συντομογραφία της λέξης Ενοποίηση). Κατ’αυτόν τον τρόπο το ΤΕΕ υπήρξε, ο πρώτος φορέας στην Ελλάδα που υποστήριξε το θεσμό της τυποποίησης, δίνοντάς του την πρώτη ώθηση, την οποία όμως ανέκοψε ο πόλεμος που ακολούθησε.
Μετά τον πόλεμο και τις μεταπολεμικές περιπέτειες στις οποίες ενεπλάκη η χώρα, έγινε προσπάθεια ανασύνταξης του θεσμού της τυποποίησης, θέτοντας καλύτερες βάσεις. Πράγματι η τότε Διοίκηση του ΤΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις εμπειρίες και τις λανθασμένες επιλογές του προηγούμενου εγχειρήματος, υιοθέτησε την ιδέα του πολυμετοχικού μοντέλου οργάνωσης.
Μετά από επίμονες προσπάθειες, τον Ιούνιο του 1955, επετεύχθη η υπογραφή «ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ» μεταξύ τεσσάρων από τους κυριότερους εμπλεκόμενους στο έργο της τυποποίησης οργανισμούς δηλαδή του ΤΕΕ, του ΣΕΒ, του ΕΛΚΕΠΑ και του ΕΒΕΑ. Μετά την εν λόγω συμφωνία ανασυγκροτήθηκε η «Ελληνική Επιτροπή Προτυποποίησης-ΕΝΟ» με τη συμμετοχή εκπροσώπων και από τους τέσσερις αυτούς φορείς.
Η ΕΝΟ, βασιζόμενη κυρίως στην αντιπροσωπευτικότητα που διασφάλιζε το πρωτόκολλο συνεργασίας, εκπροσώπησε την Ελλάδα μέχρι το 1965 στο νεοϊδρυθέντα μεταπολεμικά Διεθνή Οργανισμό Τυποποίησης (ISO), κατήρτισε προγράμματα τυποποίησης, συγκρότησε τεχνικές επιτροπές τυποποίησης και εκπόνησε 29 ελληνικά Πρότυπα, τα οποία όμως δεν έτυχαν ουσιαστικής εφαρμογής.
Για μερικά χρόνια η εργασία εξελισσόταν ικανοποιητικά και όλα έδειχναν ότι η τυποποίηση είχε πάρει την αρμόζουσα θέση στη διαδικασία της βιομηχανικής ανασυγκρότησης της χώρας όταν ξαφνικά άρχισε το ενδιαφέρον να φθίνει σταδιακά. Η οικονομική στήριξη που παρείχε υπέρ της ΕΝΟ κάθε οργανισμός που είχε υπογράψει το πρωτόκολλο, παρά την ομόφωνα ειλημμένη απόφαση, διακόπηκε, πλην αυτής του ΤΕΕ. Συνέπεια τούτου ήταν η έλλειψη οικονομικών πόρων για συνέχιση των εργασιών, και έτσι η ΕΝΟ εργάστηκε μόνο με τη σύμπραξη του ΤΕΕ. Όσες Τεχνικές Επιτροπές δεν είχαν ολοκληρώσει το έργο ανέστειλαν τη λειτουργία τους, ενώ δεν συστήθηκαν νεότερες επιτροπές, με αποτέλεσμα την αναστολή της δραστηριότητας.
Η λύση που προτάθηκε τότε ήταν η ίδρυση ενός φορέα τυποποίησης απόλυτα αυτοτελούς.
Παρά τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω συνεχίστηκε η συμμετοχή της Ελληνικής Επιτροπής Προτυποποίησης –ΕΝΟ στον ISO και οι ήδη υφιστάμενες επαφές με τους άλλους Εθνικούς Οργανισμούς Τυποποίησης. Έτσι με μικρή οικονομική υποστήριξη διασφαλίστηκε το δικαίωμα λήψης όλων των τεχνικών εργασιών του ISO, των προτύπων των εθνικών οργανισμών τυποποίησης, μαζί με τους καταλόγους και τα ειδικά περιοδικά, δημιουργώντας και εμπλουτίζοντας συνεχώς το μοναδικό, πολύτιμο και αναντικατάστατο, για την εποχή, Ειδικό Παγκόσμιο Αρχείο Προτύπων του ΤΕΕ. Το αρχείο αυτό παρείχε στους Έλληνες τεχνικούς τη μοναδική πηγή πληροφόρησης στο είδος αυτό. Το Τ.Ε.Ε. παραχώρησε στον ΕΛΟΤ μετά την ίδρυσή του το έργο της επιτροπής ΕΝΟ και μέρος του παγκόσμιου αρχείου προτύπων.
Ο αναγκαστικός περιορισμός της ουσιαστικής δραστηριοποίησης της «Ελληνικής Επιτροπής Προτυποποίησης», ελλείψει πόρων, δεν σήμανε και τη διακοπή των προσπαθειών για εξεύρεση νέας λύσης. Το ΤΕΕ και η ΕΝΟ με σκοπό την εξασφάλιση έμπρακτης και ουσιαστικής υποστήριξης από μέρους του κράτους οργάνωσε το 1958 ειδική σύσκεψη, στην οποία δόθηκαν και πάλι υποσχέσεις, χωρίς αποτέλεσμα. Το 1960 διευρύνθηκε η «Ελληνική Επιτροπή Προτυποποίησης-ΕΝΟ» με τη συμμετοχή του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΟΒΑ), ως εκπροσώπου και υποστηρικτή της βιομηχανικής ανάπτυξης στη χώρα, που όμως και αυτή η προσπάθεια δεν τελεσφόρησε παρόλη την ένθερμη υποστήριξη της ιδέας από μέρους της διοίκησης του ΟΒΑ, ο οποίος λίγο χρόνο μετά έπαυσε να λειτουργεί.
Στα μέσα του 1960 ιδρύθηκε, με ιδιωτική πρωτοβουλία, η Ελληνική Ηλεκτροτεχνική Ένωση (ΕΗΕ), μια οργάνωση που απέβλεπε μεταξύ άλλων στην προώθηση της τυποποίησης στον τομέα της Ηλεκτροτεχνίας.
Η Ελληνική Ηλεκτροτεχνική Ένωση ήταν ένα συλλογικό επιστημονικό όργανο (Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου) μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Ιδρυτικά της μέλη ήταν η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, ο ΣΕΒ, ο Σύλλογος Μηχανολόγων, Ηλεκτρολόγων και Ναυπηγών του ΤΕΕ, το ΕΛΚΕΠΑ, η ΒΙΟΧΑΛΚΟ, η ΙΖΟΛΑ, η ΒΗΚ, η ΕΒΙΟΠ, κ.τλ., καθώς επίσης και καθηγητές από την πανεπιστημιακή κοινότητα.
Η ΕΗΕ έγινε μέλος της Διεθνούς Ηλεκτροτεχνικής Ένωσης (IEC) και συνέταξε πρότυπα στον ηλεκτρολογικό τομέα με την ονομασία «Προδιαγραφαί- ΕΗΕ». Το 1978 η ΕΗΕ απορροφήθηκε από τον ΕΛΟΤ.
Περί τα τέλη του 1963, το ΤΕΕ εκλήθη από το κράτος, ως τεχνικός του σύμβουλος, να υποβάλει σχέδιο νόμου για την ίδρυση Οργανισμού Τυποποίησης με τη μορφή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Ο νόμος για τη σύσταση του «Οργανισμού Τυποποίησης Ελληνικών Προϊόντων» (ΟΤΕΠ) ψηφίστηκε στο τέλος του 1965, αλλά δεν εξασφάλισε τα εχέγγυα για άμεση και πλήρη ενεργοποίηση αυτού. Με αποτέλεσμα ο ΟΤΕΠ, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή του, να μην κατορθώσει να αναλάβει ενεργό δράση εξαιτίας κυρίως της χαμηλής στάθμης στελέχωσης. Οι προσδοκίες για την επίλυση του ζητήματος της Ελληνικής Τυποποίησης παρέμειναν και πάλι ανεκπλήρωτες μέχρι που ο ΟΤΕΠ, πριν καν ενεργοποιηθεί, καταργήθηκε με τον Αναγκαστικό Νόμο 256/1968.
Με τον ίδιο Νόμο συστήθηκε τον Ιανουάριο του 1968 η Διεύθυνση Τυποποίησης Ελληνικών Προϊόντων στο Υπουργείο Βιομηχανίας, και έτσι ενώ όλα τα χρόνια έγιναν προσπάθειες να συσταθεί φορέας τυποποίησης ευέλικτος, ελεύθερος και μακράν κατά το δυνατόν του κρατισμού, δημιουργήθηκε τελικώς μια αμιγώς κρατική υπηρεσία με όλα τα σχετικά μειονεκτήματα.
Η Διεύθυνση Τυποποίησης Ελληνικών Προϊόντων αποτέλεσε την επίσημη οργάνωση της τυποποίησης στη χώρα, στην οποία εκχωρήθηκαν οι αρμοδιότητες του ΟΤΕΠ και άρχισε να επιτελεί το έργο της κατάρτισης «Εθνικών Προδιαγραφών». Από τη νέα αυτή υπηρεσία κατεβλήθη αξιόλογη προσπάθεια για την έκδοση των εθνικών ελληνικών προδιαγραφών (National Hellenic Specification-ΝHS) που βασίστηκαν σε συστάσεις (recommendations) του ISO και σε εθνικές προδιαγραφές άλλων χωρών. Από τον 1968 που ιδρύθηκε η διεύθυνση Τυποποίησης μέχρι το 1972 είχαν εκδοθεί μόνο 38 εθνικά πρότυπα NHS, τα οποία είχαν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της κυβέρνησης.
Το σχήμα οργάνωσης που έλαβε η Τυποποίηση ως Δημόσια Υπηρεσία με τη σύσταση της «Διεύθυνσης Τυποποίησης παρά τω Υπουργείω Βιομηχανίας», δεν ήταν το συνήθως απαντώμενο σχήμα στις χώρες, όπου ισχύει το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας και όπου οι Εθνικοί Οργανισμοί Τυποποίησης είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι Οργανισμοί.
Η Διεύθυνση Τυποποίησης του Υπουργείου Βιομηχανίας διαδραμάτιζε συγχρόνως πολλούς ρόλους όπως αυτός του μεσολαβητή μεταξύ του Κράτους και της ΕΝΟ, του Επιτρόπου του Κράτους, του εκπροσώπου της Τυποποίησης στις επιτροπές τυποποίησης, καθώς και το ρόλο της κεντρικής υπηρεσίας και της επαφής της χώρας με διεθνείς/ευρωπαϊκούς και Εθνικούς Οργανισμούς Τυποποίησης (ISO, CEN, κ.τλ), χωρίς καμιά ουσιαστική συμμετοχή στη διαμόρφωση θέσεων τόσο στην εθνική πολιτική τυποποίησης όσο και στη διεθνή.
Η ελληνική κυβέρνηση έχοντας αντιληφθεί το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης της εθνικής τυποποίησης και συγχρόνως όντας πεπεισμένη για την επιβεβλημένη ανάγκη ποιοτικής βελτίωσης των ελληνικών προϊόντων για τις ανάγκες καταρχήν των εξαγωγών αλλά και για την προετοιμασία της εισόδου της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που είχε καθοριστεί ως στόχος για το 1984, αποφάσισε να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην ανάπτυξη της εθνικής τυποποίησης και συγχρόνως να μεταβιβάσει τη σκυτάλη στη βιομηχανία εμπλέκοντας την στενότερα στο έργο της τυποποίησης.
Έτσι το 1972 η Διεύθυνση Τυποποίησης του Υπουργείου Βιομηχανίας έλαβε την κυβερνητική εντολή για ίδρυση ανεξάρτητου οργανισμού τυποποίησης. Η Διεύθυνση Τυποποίησης κάλεσε ως εμπειρογνώμονα, με τη συνδρομή του UNIDO-UNDP, τον J. Clerc, Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή του Γαλλικού Οργανισμού Τυποποίησης (AFNOR) για σύνταξη σχεδίου νόμου. Πρόκειται για το νόμο ν 193/73 «Περί ιδρύσεως του Ελληνικού Οργανισμού Τυποποίησης ΕΛΟΤ» που ψηφίστηκε το 1973. Ο ιδρυθείς με βάση το νόμο αυτό οργανισμός ουδέποτε στελεχώθηκε και ουδέποτε λειτούργησε, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στις εν γένει πολιτικές συνθήκες της εποχής. Προς επίλυση του προβλήματος ψηφίστηκε από την Υπηρεσιακή κυβέρνηση Καραμανλή το Νοέμβριο του 1974 ο νόμος 182/74 που προέβλεπε προσωρινή επαναφορά του παλαιότερου ισχύσαντος καθεστώτος, δηλαδή η Διεύθυνση Τυποποίησης του Υπουργείου Βιομηχανίας ανέλαβε και πάλι το ρόλο του συντονιστή των εργασιών τυποποίησης, ενώ παράλληλα προωθείτο προς ψήφιση το σχέδιο νόμου «Περί ιδρύσεως και λειτουργίας του Ελληνικού οργανισμού τυποποιήσεως-ΕΛΟΤ».
Ο Ελληνικός Οργανισμός Τυποποίησης ιδρύθηκε ως ΝΠΙΔ με το Νόμο 372/76 που ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή στις 10 Ιουνίου 1976 και που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 30 Ιουνίου του ίδιου χρόνου.
Η αντιπροσωπευτική δομή του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά κυρίως η ανάγκη λήψης άμεσων αποφάσεων οδήγησε την 1η Οκτωβρίου 1976 στην πρώτη του συνεδρίαση.
Το Φεβρουάριο του 1977 είχε ήδη προσληφθεί ο πρώτος πυρήνας του προσωπικού και είχε μισθωθεί το κτίριο των γραφείων του ΕΛΟΤ στην οδό Διδότου 15.
Μέχρι το 2012 τα τρία άτομα προσωπικού του Φεβρουαρίου 1977 έφτασαν να αριθμούν τα εκατό, ο Οργανισμός εξοπλίστηκε πλήρως, ενώ έχει συνάψει στενές σχέσεις συνεργασίας με όλους τους ευρωπαϊκούς /διεθνείς φορείς τυποποίησης των οποίων αποτελεί ενεργό μέλος.
Με την απόσχιση των δραστηριοτήτων της Πιστοποίησης και των Εργαστηρίων (ν. 4038/2012, άρθρο 19) και την ενσωμάτωση του Οργανισμού ως Αυτόνομη Λειτουργική Μονάδα στο Εθνικό Σύστημα Υποδομών Ποιότητας (ΕΣΥΠ) (σύμφωνα με τον Ιδρυτικό Νόμο 4109/2013, άρθρο 6 και ν. 4155/2013, άρθρο 46 και ν. 4468/2017 για την απόσχιση του ΕΣΥΔ από το Εθνικό Σύστημα Υποδομών Ποιότητας), αποτελεί σήμερα φορέα της Γενικής Κυβέρνησης και Εθνική Υποδομή Ποιότητας της χώρας με βασική αποστολή την ανάπτυξη και καθιέρωση προτύπων.
Το Πρώτο Ευρωπαϊκό Πρότυπο
Στο μουσείο της Ελευσίνας εκτίθεται μια ενεπίγραφη στήλη του 4ου αιώνα π.Χ που ανακαλύφθηκε από τον Δ. Φίλιο το 1894 και μελετήθηκε από τον Καθηγητή και επί σειρά ετών πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΛΟΤ κ. Γ. Βαρουφάκη.
«Το περιεχόμενο του κείμενο αναφέρεται σε μια παραγγελία για την κατασκευή των μπρούντζινων συνδέσμων (εμπολίων και πόλων), που θα έμπαιναν ανάμεσα στους σπονδύλους των κιόνων της Φιλώνειας Στοάς. Ένα όμορφο κτίσμα του τότε διάσημου αρχιτέκτονα Φίλωνα, που θα αναγειρόταν μπροστά σε ένα παλαιότερο, το Τελεστήριο. Η επιγραφή δίνει με σχολαστικότητα τις διαστάσεις τους, που διέφεραν ανάλογα με τη θέση τους. Τα εμπόλια, πάντα σύμφωνα με την επιγραφή, είχαν κυβικό σχήμα, ενώ οι πόλοι κυλινδρικό. Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία είναι ότι οι πόλοι έπρεπε να κατασκευαστούν στον τόρνο: «…Τους δε πόλους τορνεύσει κατά το παράδειγμα…». Σύμφωνα δηλαδή, με το δείγμα. Αυτό αποτελεί μια σημαντική πληροφορία, γιατί σημαίνει ότι χρησιμοποιούσαν τον τόρνο για τη διαμόρφωση του σκληρού κρατερώματος (κ. μπρούντζου).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω, ότι ο τόρνος ήταν πολύ γνωστός από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Ο Όμηρος μας μιλάει για τα τορνευτά λέχη, δηλαδή τα τορνευτά πόδια καρέκλας ή κρεβατιού. Ναι, αλλά για την κατεργασία του ξύλου και όχι μετάλλων. Για τα μέταλλα όμως και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν μεγάλη σκληρότητα, όπως είναι τα κρατερώματα (κ. μπρούντζοι), θα έπρεπε να χρησιμοποιούν κοπτικά εργαλεία από σκληρό χάλυβα. Που σημαίνει, ότι τον 4ο αιώνα π.Χ. θα είχαν φτάσει σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο στον τομέα της παραγωγής, αλλά και της θερμικής κατεργασίας του χάλυβα. Όλα αυτά βέβαια ήταν προ πολλού γνωστά στους αρχαίους Έλληνες μεταλλουργούς. Αλλά η εν λόγω επιγραφή αποτελεί την πρώτη γραφτή μαρτυρία της εισαγωγής του τόρνου στην ιστορία των μετάλλων στον ελλαδικό χώρο.
Υπάρχει, όμως και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό, τουλάχιστο για έναν που ασχολείται με την ποιότητα και τον έλεγχό της. Σε κάποιο σημείο του κειμένου της επιγραφής αναφέρεται με αυστηρότητα η σύνθεση, που θα έπρεπε να έχουν οι σύνδεσμοι: “… χαλκού δε εργάσεται Μαριέως, κεκραμένου την δωδεκάτην, τα ένδεκα μέρη χαλκού, το δε δωδέκατον καττιτέρου…”. Σε ελεύθερη απόδοση σημαίνει : «… ο χαλκός, που στην πραγματικότητα είναι κρατέρωμα και όχι καθαρός χαλκός, θα έπρεπε σύμφωνα με την επιγραφή, να παραχθεί στο Μάριον της Κύπρου, μεγάλο εμπορικό και μεταλλουργικό κέντρο της εποχής εκείνης και στα δώδεκα μέρη να περιέχει 11 χαλκό και το 1/12 κασσίτερο (δηλ., στο δικό μας δεκαδικό σύστημα περίπου 8.33 με 8.5%». Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι το 12 είναι υποπολλαπλάσιο του 60, που στους κλασικούς χρόνους αποτελούσε τη βάση του τότε χρησιμοποιούμενου αριθμητικού βαβυλωνιακού συστήματος. Ένα σύστημα, που και σήμερα χρησιμοποιούμε σε πολλές περιπτώσεις, όπως στη γεωμετρία, αστρονομία, στη μέτρηση του χρόνου, αλλά και στην καθημερινή μας ζωή.
Όταν, λοιπόν, διάβασα αυτό το σημείο της επιγραφής, που, όπως ανέφερα, μιλάει για τη σύνθεση του κράματος των συνδέσμων, ένιωσα μεγάλη συγκίνηση για το μεγάλο μήνυμα, που δεχόμουνα εκείνη τη στιγμή από τη μακρινή αρχαιότητα. Ένα μήνυμα, ότι οι αρχαίοι μας πρόγονοι θα εφήρμοζαν αυστηρές προδιαγραφές στις παραγγελίες τους και οπωσδήποτε έναν εμπειρικό έλεγχο ποιότητας των κραμάτων χαλκού. Κι αυτό, γιατί, αν δεν γινόταν έλεγχος, οι προδιαγραφές δεν θα είχαν καμιά αξία και ο κίνδυνος της νοθείας θα ήταν μεγάλος. Εδώ θα πρέπει να σημειώσω, ότι μία άλλη ενεπίγραφη στήλη, που αναφέρεται στην κατασκευή του ανθεμίου της Αθηνάς πάνω στην Ακρόπολη μας πληροφορεί ότι η τιμή του χαλκού ήταν 35 δραχμές το τάλαντο, ενώ εκείνη του κασσιτέρου 230 δρχ., δηλαδή περίπου 7 φορές μεγαλύτερη. Με βάση τον αριθμό των κιόνων, τον αριθμό των σπονδύλων, των διαστάσεων των εμπολίων και πόλων, που δίνει με ακρίβεια η επιγραφή και την πυκνότητα του μπρούντζου (8.9 kg/dm3), υπολόγισα ότι το βάρος τους ξεπερνούσε τους τρεις τόνους, για την ακρίβεια 3300kg. Μπορεί η περιεκτικότητα σε κασσίτερο να ήταν μόνον 8.33%, όμως η τιμή του κασσιτέρου αποτελούσε το 37% της συνολικής αξίας του κράματος, αφού, όπως είπαμε, η τιμή του ήταν 7 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του χαλκού.
Όλα αυτά ενισχύουν την άποψη, ότι οπωσδήποτε θα υπήρχε ένας εμπειρικός τρόπος ελέγχου ποιότητας. Υπολόγισα, ακόμη, ότι αν ο ανάδοχος της παραγγελίας μείωνε την προσθήκη σε κασσίτερο κατά 2 με 3% δηλ., αντί να προσθέσει 8.5% πρόσθετε 6 ή 5%, τότε το περιθώριο του παράνομου κέρδους θα ήταν αντίστοιχα 500 με 740 τοτινές δραχμές στην κάθε περίπτωση. Ποσόν πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη.»
Η παραπάνω μελέτη οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι η ενεπίγραφη στήλη της Ελευσίνας αποτελεί ούτε λίγο, ούτε πολύ το αρχαιότερο Ευρωπαϊκό Πρότυπο.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΥΛΙΚΏΝ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΑΝ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ» ΑΙΟΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 1996
Από το Βιβλίο του κ. Γ. Βαρουφάκη ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ & ΠΟΙΟΤΗΤΑ